- φοροτεχνικός
- vergi muhasebecisi
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
φοροτεχνικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε διάφορα τεχνικά θέματα τα οποία αφορούν την καταβολή και την είσπραξη τών φόρων 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η φοροτεχνικός α) επαγγελματίας που συντάσσει φορολογικές δηλώσεις, υπομνήματα και… … Dictionary of Greek
φοροτεχνικός — ή, ό 1. αυτός που έχει ειδίκευση στα φορολογικά θέματα: Φοροτεχνικό γραφείο. 2. το αρσ. ως ουσ., φοροτεχνικός επαγγελματίας ειδικός στο να συντάσσει φορολογικές δηλώσεις, υπομνήματα και προσφυγές στις αρμόδιες φορολογικές υπηρεσίες. 3. αρμόδιος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)